φουτουριστικός

φουτουριστικός
-ή, -ό, Ν [φουτουριστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φουτουρισμό, που έχει τα χαρακτηριστικά τού φουτουρισμού
2. συνεκδ. εκκεντρικός, αλλόκοτος, ακαταλαβίστικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουτουριστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φουτουρισμό ή το φουτουριστή (βλ. λ.): Φουτουριστικός πίνακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”